λειοτριχιώ

λειοτριχιώ
λειοτριχιῶ, -άω και -έω και λειοτριχῶ, -έω (Α)
έχω ή αποκτώ λείο τρίχωμα («ἡ δὲ κράστις λειοτριχεῑν ποιεῑ, ὅταν ἔγκυος ᾖ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + τριχιῶ (< θρίξ, τριχός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”